- ἐπαινέτῃ
- ἐπαινέτηςpraisermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαινετῇ — ἐπαινετέω pres subj mp 2nd sg ἐπαινετέω pres ind mp 2nd sg ἐπαινετέω pres subj act 3rd sg ἐπαινετός to be praised fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετή — ἐπαινετός to be praised fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετῆι — ἐπαινετῇ , ἐπαινετέω pres subj mp 2nd sg ἐπαινετῇ , ἐπαινετέω pres ind mp 2nd sg ἐπαινετῇ , ἐπαινετέω pres subj act 3rd sg ἐπαινετῇ , ἐπαινετός to be praised fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοπραγία — και καλοπραγιά, η (Α καλοπραγία) [καλοπραγώ] νεοελλ. καλή, επαινετή πράξη, ψυχικό αρχ. τέλεση καλών έργων, ευποιία … Dictionary of Greek
Οψαρτυτικά — Γενικός τίτλος πολλών αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων μαγειρικής. Από αυτά το σπουδαιότερο είναι εκείνο του Αρτεμίδωρου του Ψευδαριστοφάνειου με τον τίτλο Οψαρτοτικαί γλώσσαι. Πρόκειται για λεξικογραφική ερμηνεία των μαγειρικών όρων. Αξιόλογο… … Dictionary of Greek
επαινετός — ή, ό επίρρ. ά ο άξιος να επαινεθεί, αξιέπαινος: Επαινετή πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)